- προστυχόκοσμος
- οχυδαία κοινωνία, ευτελείς άνθρωποι, τιποτένιος λαός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προστυχόκοσμος — ο, Ν χυδαίος, αγενής κόσμος ή λαός … Dictionary of Greek
προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] … Dictionary of Greek